-
1 δολερός
См. также в других словарях:
ενδόμυχος — η, ο (AM ἐνδόμυχος, ον) αυτός που βρίσκεται στον μυχό, στο βάθος τής ψυχής και δεν εκφράζεται («ενδόμυχες σκέψεις, ενδόμυχη ελπίδα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ενδόμυχος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ενδομυχιδών αρχ. 1. (για νόσο) ύπουλος… … Dictionary of Greek